- χλαμύδια
- τα, Ν(μικρβλ.) βλ. χλαμύδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλαμυδία — η, Ν (μικρβλ.) τυπικό γένος και περιληπτική ονομασία ενδοκυτταρικών παρασιτικών βακτηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlamydia] … Dictionary of Greek
ДЕЛОС — • Delos, Δη̃λος, н. Дили, самый малый из Кикладских островов, но приобретший громкую славу и считавшийся священным, как место рождения Аполлона и Артемиды. У поэтов он называется также Κυνθία, Όρτυγία, Χλαμυδία. Главное возвышение на… … Реальный словарь классических древностей
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek
χλαμυδιώδη — τα, Ν (μικρβλ.) τα χλαμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlamydiales] … Dictionary of Greek
χλαμύδιο — το / χλαμύδιον, ΝΜΑ [χλαμύς, ύδος] νεοελλ. 1. βοτ. το απλό ή διπλό περιάνθιο ενός άνθους 2. στον πληθ. τα χλαμύδια α) βοτ. τα υμενώδη περιβλήματα τού σπέρματος τών φυτών β) (μικρβλ.) ομάδα ή, κατ άλλους, τάξη αρνητικών κατά Γκραμ παρασιτικών… … Dictionary of Greek